- εκλεκτός
- και εκλεχτός, -ή, -ό (AM ἐκλεκτός, -ή, -όν)1. (για πρόσ. και πράγμ.) διαλεχτός, εξαιρετικός2. αυτός που εκλέχθηκε σ' ένα αξίωμα3. εξαιρετικής ποιότητας4. ως ουσ. οι εκλεκτοίαυτοί τους οποίους διάλεξε ο θεός, οι αγαπημένοι τού θεού («πολλοὶ κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί»)νεοελλ.ο εκλεκτόςυποδεκανέας τού ιππικούμσν.οἱ ἐκλεκτοίη στρατιωτική φρουρά τής Κωνσταντινουπόλεως που σε καιρό πολέμου συνόδευε τον αυτοκράτορααρχ.το ουδ. ως ουσ. τo ἐκλεκτόντο σιτάρι.
Dictionary of Greek. 2013.